προένζυμο

προένζυμο
το (βιοχ.) ανενεργός πρωτεϊνική ουσία που μετατρέπεται σε ενεργό ένζυμο υπό την επίδραση ενός ενεργοποιού παράγοντα, αλλ. ζυμογόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. proenzyme (< προ-* + ένζυμο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • θρυψίνη — Πρωτεολυτικό ένζυμο της τάξης των υδρολασών, που σχηματίζεται στο έντερο από την επίδραση της εντεροπεπτιδάσης (παλαιότερα γνωστή ως εντεροκινάση) στο προένζυμο θρυψινογόνο του παγκρέατος. Η θ. ανήκει στην κατηγορία των ενδοπεπτιδασών ή πρωτεασών …   Dictionary of Greek

  • προχυμοθρυψινογόνο — το, Ν (βιοχ.) προένζυμο που παράγεται από το πάγκρεας και δίνει την ενεργό θρυψίνη στο έντερο, ενεργοποιούμενο από την εντεροκινάση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”